χειροπόνητος

German (Pape)

[Seite 1346] mit den Händen gearbeitet, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χειροπόνητος: ὁ, ἡ, διὰ χειρὸς πονηθείς, ἔργον χειρός, μεταγ.

Greek Monolingual

-ον, Α
χειροποίητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -πόνητος (< πονῶ «μοχθώ, κοπιάζω»), πρβλ. θεοπόνητος].