θεοπόνητος
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
θεοπόνητον, prepared by the gods, λέχη, of Helen, E.Tr.953,Hel.584.
German (Pape)
[Seite 1197] von Gott bereitet, λέχη Eur. Tr. 953 Hel. 590.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
travaillé par la main d'un dieu.
Étymologie: θεός, πονέω.
Russian (Dvoretsky)
θεοπόνητος: приготовленный богами (λέχη Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
θεοπόνητος: -ον, ὑπὸ τῶν θεῶν κατασκευασθείς, λέχη, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Εὐρ. Τρῳ. 953, Ἑλλ. 584.
Greek Monolingual
θεοπόνητος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος από τους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πόνητος (< πονώ «δουλεύω, κατασκευάζω»), πρβλ. αυτοπόνητος, χειροπόνητος].
Greek Monotonic
θεοπόνητος: -ον (πονέω), ο προετοιμασμένος από τους θεούς, σε Ευρ.
Middle Liddell
θεο-πόνητος, ον πονέω
prepared by the gods, Eur.