χειρότμητος

English (LSJ)

ον, cut by hand, πόντος Ph. 1.674 (sed leg. χειρόκμητος); v.l. in Str. 1.3.18.

German (Pape)

[Seite 1347] mit der Hand geschnitten, ausgeschnitten, Strab. 1, 3,18.

Greek (Liddell-Scott)

χειρότμητος: -ον, ὁ διὰ χειρὸς τετμημένος, διάφ. γραφ. ἀντὶ χειρόκμητος, Στράβ. 59, 116.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
κομμένος με το χέρι («χειρότμητοι διακοπαί», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -τμητος (< τμητός < τέμνω), πρβλ. λαιμότμητος].