χηλεύω

English (LSJ)

(
A χηλή 111.5) net, plait, Eup.388, Hsch.
II Pass., κεχήλευμαι πόδας I have my feet stitched together, Trag.Adesp.220.

German (Pape)

[Seite 1352] stricken, flechten, VLL., Eupol. b. Poll. 7, 83.

French (Bailly abrégé)

faire un tissu de mailles.
Étymologie: χηλή.

Russian (Dvoretsky)

χηλεύω: плести: κράνεα χηλευτά Her. плетеные шлемы.

Greek (Liddell-Scott)

χηλεύω: (χηλὴ ΙΙΙ. 2) πλέκω, δίκτυον κατασκευάζω, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 110· «χηλεύει· ῥάπτει, πλέκει» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α χηλή
1. πλέκω, κατασκευάζω δίχτυ
2. (κατά τον Ησύχ.) «χηλεύει
ῥάπτει, πλέκει»
3. φρ. «κεχήλευμαι πόδας» — μού έχουν ράψει τα δύο πόδια μαζί (Τραγ. Αδέσπ.).

Greek Monotonic

χηλεύω: (χηλή III), πλέκω, διπλώνω, σε Εύπολ.

Middle Liddell

χηλεύω, χηλή III]
to net, plait, Eupol.