χιονόβλητος

English (LSJ)

χιονόβλητον, snow-beaten, Ὀλύμπου κορυφαί Ar.Nu.270 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1356] mit Schnee beworfen, beschnei't, κορυφαὶ Ὀλύμπου Ar. Nub. 271.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert litt. battu de neige.
Étymologie: χιών, βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

χιονόβλητος: засыпаемый снегом (κορυφαὶ Ὀλύμπου Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

χιονόβλητος: -ον, ὁ ὑπὸ χιόνος βαλλόμενος, εἴτ’ ἐπ’ Ὀλύμπου κορυφαῖς ἱεραῖς χιονοβλήτοισι κάθησθε Ἀριστοφ. Νεφ. 270.

Greek Monolingual

-ον, Α
χιονισμένος («εἴτ' ἐπ' Ὀλύμπου κορυφαῑς ἱεραῖς χιονοβλήτοισι κάθησθε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. λιθόβλητος, πυρίβλητος].

Greek Monotonic

χῐονόβλητος: -ον, χτυπημένος από χιόνι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

χιονό-βλητος, ον,
snow-beaten, Ar.

English (Woodhouse)

snow-covered