χιονόνερο

Greek Monolingual

το, Ν
(μετεωρ.) ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα αποτελούμενο από χιόνι και βροχή συγχρόνως ή από χιόνι το οποίο έχει εν μέρει τακεί, αλλ. χιονόβροχο ή χιονόλυτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + νερό].