χιονόβροχο

From LSJ

γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon

Menander, Monostichoi, 205

Greek Monolingual

το, Ν
(μετεωρ.) κατακρημνίσματα βροχής και χιονιού ταυτόχρονα ή χιονιού που λειώνει καθώς πέφτει, αλλ. χιονόνερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + βροχή (πρβλ. ανεμόβροχο)].