χιονόβροχο

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(μετεωρ.) κατακρημνίσματα βροχής και χιονιού ταυτόχρονα ή χιονιού που λειώνει καθώς πέφτει, αλλ. χιονόνερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + βροχή (πρβλ. ανεμόβροχο)].