χλαμυδηφόρος

English (LSJ)

ὁ, one who wears a χλαμύς, epithet of ephebi, Theoc.15.6, IGRom.4.360.25 (Pergam., ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 1358] poet. statt χλαμυδοφόρος, eine χλαμύς tragend, ein Reiter, Theocr. 15, 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui porte une chlamyde.
Étymologie: χλαμύς, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

χλᾰμῠδηφόρος: одетый в плащ (ἄνδρες Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

χλᾰμῠδηφόρος: ὁ, ὁ φορῶν χλαμύδα, ἱππεύς· μάλιστα ὡς ἐπίθ. τῶν ἐφήβων, Θεόκρ. 15. 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 3538. 25, πρβλ. 35.

Spanish

vestido con clámide

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ιδίως για έφηβο) αυτός που φορεί χλαμύδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλαμύς, -ύδος + -φόρος. Το -η- του τ. για μετρικούς λόγους, προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].

Greek Monotonic

χλᾰμῠδηφόρος: ὁ, αυτός που φοράει χλαμύδα, έφιππος, ιππέας, λέγεται για εφήβους, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

χλᾰμῠδη-φόρος, ὁ,
one who wears a χλαμύς, a horseman, cavalier, of the ephebi, Theocr.

Léxico de magia

vestido con clámide de Hermes συλλειοῦται τοῖς προκειμένοις καὶ ὑγρὸν ὠοῦ ἴβεως εἰς ὅλον τὸ φύραμα καὶ πλάσμα Ἑρμοῦ χλαμυδηφόρου se machaca junto con los ingredientes mencionados también el líquido de un huevo de ibis para una mezcla total y una figura de Hermes vestido con clámide P V 378 Ἑρμῆ κοσμοκράτωρ, ... λόγων ἀρχηγέτα γλώσσης, πειθοδικαιόσυνε, χλαμυδηφόρε Hermes, señor del universo, creador de las palabras de la lengua, defensor de la causa de la justicia, vestido con clámide P V 403 P VII 670 P XVIIb 3