χνουδάτος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός του οποίου η επιφάνεια καλύπτεται από χνούδι, χνουδωτός («χνουδάτο ύφασμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χνούδι + κατάλ. -άτος (πρβλ. μελάτος, χιονάτος)].