χοΐδιον

English (LSJ)

τό, f.l. in Suid.; cf. χοαῖος.

German (Pape)

[Seite 1361] τό, att. zsgzgn χοίδιον, dim. von χοῦς, Lob. Phryn. 88.

Greek (Liddell-Scott)

χοΐδιον: τό, καὶ χοίδιον, ὑποκορ. τοῦ χοῦς, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ., Λοβεκ. Φρύνιχ. 88.

Greek Monolingual

τὸ, Α [χοῦς (Ι)]
(πιθ. εσφ. γρφ_ αντί χοαῖον) υποκορ. του χοῦς (Ι) («κατεσκεύασαν χοΐδια τὸ μέγεθος, λεπτὰ ταῖς κατασκευαῖς διαφερόντως», Λεξ. Σούδα).