χοληδόχος
English (LSJ)
χοληδόχον, containing bile, κύστις χ. gall-bladder, Alex.Aphr. Pr.1.40; ἡ χ. (without κύστις) Gal.UP4.12; τὸ χ. ἀγγεῖον ib.5.2.
German (Pape)
[Seite 1363] die Galle aufnehmend, fassend, Lob. Phryn. 635.
Greek (Liddell-Scott)
χοληδόχος: -ον, ὁ δεχόμενος περιέχων τὴν χολήν, κύστις χ., εἰς ἣν ἐκ τοῦ ἥπατος συνάγεται ἡ χολή, καὶ χοληδόχος (ἄνευ τοῦ κύστις) Γαλην. τ. 3, σ. 208, τ. 4, σ. 102, 143, 381· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 635.
Greek Monolingual
και χολοδόχος, -ο / χοληδόχος και χολοδόχος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -α, Ν, και χολιοδόχος, -ον, Α
1. αυτός που περιέχει χολή
2. φρ. α) «χοληδόχος κύστη» και «χοληδόχος κύστις»
ανατ. μεμβρανώδης απιοειδής σάκος, προσαρτημένος στην κάτω επιφάνεια του ήπατος, για την αποθήκευση της χολής στα μεσοδιαστήματα τών γευμάτων
β) «χοληδόχος πόρος»
ανατ. το τελικό τμήμα της κύριας χοληφόρου οδού, συνέχεια του κοινού ηπατικού πόρου, μετά την εκβολή του κυστικού πόρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο-δόχος, οὐρο-δόχος. Τη λ. δανείστηκαν οι νεώτερες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. choledoch].