χριστοφόνος

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
εκκλ. αυτός που σκότωσε τον Χριστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + -φόνος (< φόνος < θείνω «φονεύω»), πρβλ. πατροφόνος.