χρυσεοπήνητος

English (LSJ)

χρυσεοπήνητον, with woof of gold, gold-inwoven, φάρεα E.Or.840 (lyr.); χρυσεοπήνητος γραφίς a line or thread of gold inwrought, AP5.275.2 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1379] mit goldenem Einschlagsfaden, mit Gold durchwirkt; φάρεα Eur. Or. 837; auch γραφίς Agath. 5 (V, 276).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tramé ou tissé en or, à la trame ou au tissu d'or.
Étymologie: χρυσός, πήνη.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεοπήνητος: златотканный (φάρεα Eur.): τὸ κρήδεμνον χρυσεοπηνήτῳ λαμπόμενον γραφίδι Anth. головной платок, блистающий золотым шитьем.

Greek (Liddell-Scott)

χρυσεοπήνητος: -ον, χρυσοΰφαντος, φάρεα Εὐρ. Ὀρ. 840 χρ. γραφίς, χρυσόπλεκτος, ἀλλὰ τὸ χωρίον φαίνεται ἐφθαρμένον, Ἀνθ. Π. 5. 276.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. χρυσοπήνητος.

Greek Monotonic

χρῡσεοπήνητος: -ον (πήνη), αυτός που έχει ύφασμα από χρυσό, χρυσοΰφαντος, σε Ευρ.

Middle Liddell

χρῡσεο-πήνητος, ον, πήνη
with woof of gold, gold-inwoven, Eur.