χρυσοφεγγής
English (LSJ)
χρυσοφεγγές, gold-beaming, σέλας A.Ag.288.
German (Pape)
[Seite 1382] ές, goldglänzend, mit goldenem Glanz, Licht, σέλας Aesch. Ag. 279.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui a l'éclat de l'or.
Étymologie: χρυσός, φέγγος.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοφεγγής: сияющий или сверкающий как золото (σέλας Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοφεγγής: -ές, ὁ ὡς χρυσὸς λάμπων, χρυσαυγής, σέλας Αἰσχύλ. Ἀγ. 288.
Greek Monolingual
και χρυσεοφεγγής, -ές, Α
αυτός που λάμπει σαν χρυσάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. μαρμαροφεγγής].
Greek Monotonic
χρῡσοφεγγής: -ές (φέγγος), αυτός που λάμπει σα χρυσός, σε Αισχύλ.