μαρμαροφεγγής
English (LSJ)
μαρμαροφεγγές, gleaming white, στόματος παῖδες, of the teeth, Tim.Pers.103.
Greek Monolingual
μαρμαροφεγγής, -ές (Α)
(ιδίως για τα δόντια)
1. αυτός που λάμπει, που αστράφτει σαν μάρμαρο
2. αυτός που είναι λευκός σαν το χιόνι, ο κάτασπρος («στόματος παῖδες μαρμαροφεγγεῖς», Τιμόθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + -φεγγής (< φέγγω), πρβλ. αστροφεγγής].