χτένισμα

Greek Monolingual

και κτένισμα, το / κτένισμα, ΝΜ χτενίζω / κτενίζω
η τακτοποίηση και περιποίηση τών μαλλιών με χτένα
νεοελλ.
1. ο τρόπος διευθέτησης τών μαλλιών, η κόμμωση
2. μτφ. ευτρεπισμός κειμένου.