ο, θηλ. χωρατατζού, Νάτομο που έχει την ικανότητα ή που συνηθίζει να λέει χωρατά, να κάνει αστεϊσμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < χωρατά + κατάλ. -τζής (πρβλ. καφετζής, πλακατζής)].