ψήλος

Greek Monolingual

το, Ν
1. ανάστημα, ύψος
2. φρ. «πάω του ψήλου»
i) πετώ προς τα πάνω, ανυψώνομαι
ii) ψηλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. χοντρός: χόντρος το)].