ψαράκι

Greek Monolingual

το, Ν [[[ψάρι]] (Ι)]
1. υποκορ. μικρό ψάρι
2. είδος παιχνιδιού για μικρά παιδιά που παίζεται στη θάλασσα
3. βοτ. κοινή ονομασία του φυτού Plantago coronopus.