η, Ν1. κόρη ψαρά2. ψαρόβαρκα («ξεκινάει μια ψαροπούλα...», δημ. τραγούδι).[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + πουλώ, ενώ κατ' άλλους πρόκειται για συγκεκομμένο τ. του ψαροβαρκοπούλα (< ψάρι [Ι] + βάρκα + -πούλα)].