ψεδνόθριξ

English (LSJ)

τριχος, ὁ, ἡ, sparse-haired, bald, Tz.H.7.891.

Greek (Liddell-Scott)

ψεδνόθριξ: -τριχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀραιὰς τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς, ἀραιόθριξ, φαλακρός, Τζέτζ. Ἱστ. 7. 891.

Greek Monolingual

-τριχος, ὁ, ἡ, Μ
αυτός που έχει αραιά μαλλιά ή ο φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψεδνός «αραιός» + θρίξ, τριχός (πρβλ. κυανόθριξ)].