ἀραιόθριξ
From LSJ
English (LSJ)
τρῐχος, ὁ, ἡ, with thin hair, Hsch. s.v. ψεδνή, cf. Moer. 421.
Spanish (DGE)
-τριχος que tiene el pelo ralo Hsch.s.u. ψεδνή, cf. Moer.383.
German (Pape)
[Seite 343] τριχος, dünnhaarig, VLL., als Erkl. von μαδαρός u. ψεδνός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀραιόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, τό, ὁ ἀραιὰν ἔχων τρίχα, Μοῖρ. ἐν λ. ψεδνός, σ. 421.
Greek Monolingual
ἀραιόθριξ (-τριχος), ο (AM)
αυτός που έχει αραιά μαλλιά.