Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ψευδάνθρακας
Greek Monolingual
ο, Ν ιατρ.συρροή δοθιήνων με φλεγμονώδη διήθηση στην περιβάλλουσαπεριοχή του δέρματος και του υποδόριου ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ.<ψευδ(ο)- +άνθρακας. Η λ., στον λόγιο τ. ψευδάνθραξ, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδαΑκρόπολις].