ψευδήμων

English (LSJ)

ψευδήμον, gen. ονος, poet. for ψευδής, Nonn. D. 8.39, AP15.1.

German (Pape)

[Seite 1393] ονος, poet. statt ψευδής; Nonn. D. 8, 39. 117; vgl. A. P. XV, 1.

Russian (Dvoretsky)

ψευδήμων: 2, gen. ονος ложный, мнимый (φύσις κόσμου Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ψευδήμων: -ον, ποιητ. ἀντὶ ψευδὴς, Νονν. διονυσ. 8. 39, Ἀνθ. Π. 15. 1.

Greek Monolingual

-ῆμον, ΜΑ
(ποιητ. τ.) ψευδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψεῦδος + κατάλ. -ήμων (πρβλ. ἐλεήμων)].

Greek Monotonic

ψευδήμων: -ον, ποιητ. αντί ψευδής, σε Ανθ.

Middle Liddell

ψευδήμων, ον, [poetic for ψευδής, Anth.]