ψευδηγόρος

English (LSJ)

(parox.), ον, speaking falsely, lying, Lyc.1455.

German (Pape)

[Seite 1393] falsch, unwahr redend, lügend, lügenhaft, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dit des faussetés, menteur.
Étymologie: ψεῦδος, ἀγορεύω.

Russian (Dvoretsky)

ψευδηγόρος:лжец Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδηγόρος: -ον, ὁ λέγων ψεύδη, ψευδολόγος, Λυκόφρ. 1455, Ἀνθ. Π. 1. 106.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που λέει ψέματα.
επίρρ...
ψευδηγόρως ΜΑ
με ψεύτικα λόγια, με ψέματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -ηγόρος (< ἀγορεύω), πρβλ. δημ-ηγόρος, με έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

ψευδηγόρος: -ον (ἀγορεύω), αυτός που μιλάει ψευδώς, ψευδολόγος, ψεύτης, σε Ανθ.

Middle Liddell

ψευδ-ηγόρος, ον, ἀγορεύω
speaking falsely, Anth.