ψιλόκουρος

English (LSJ)

ον, smooth-shaved, gloss on ψιλοκόρσης, Sch.Call. l. c. (ψειλόκουρος), condemned by Phryn.41, who recommends ἐν χρῷ κουρίας.

German (Pape)

[Seite 1399] glatt, kahl geschoren, Phryn.; kahlköpfig, Hdn.

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλόκουρος: -ον, ὁ μέχρι τοῦ δέρματος κεκαρμένος. ― Κατὰ Φρύν. 60 ἔκδ. Lob.: «ἐν χρῷ κουρίας φάθι καὶ μὴ ψιλόκουρος, ἔνθα ἴδε σημ. Lob.

Greek Monolingual

-ον, Α
κουρεμένος μέχρι το δέρμα, σύρριζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + κουρος (< κουρά), πρβλ. νεόκουρος].