ψυάδιν

English (LSJ)

v. lumbus, Gloss.

Greek Monolingual

ΜΑ
ψόα, ισχίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύα + υποκορ. κατάλ. -άδιν (πρβλ. κοπ-άδιον)].