ψυχάρι

Greek Monolingual

(I)
το / ψυχάριον, ΝΜΑ, και ψυχάριν Μ
νεοελλ.
μτφ. προσφώνηση αγαπητού, χαϊδεμένου προσώπου («ψυχάρι μου»)
νεοελλ.-μσν.
ψυχοπαίδι, δούλος
αρχ.
ψυχούλα («ἐάν του σμικρὸν ᾖ τὸ ψυχάριον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + υποκορ. κατάλ. -άρι, -άριο(ν)].
(II)
το, Ν
μικρή πεταλούδα, πεταλουδίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή «πεταλούδα» + υποκορ. κατάλ. -άρι (πρβλ. μανάρι)].