μανάρι

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

το
1. σιτευτό αρνί που τρέφεται στο σπίτι και προορίζεται για σφαγή, θρεφτάρι
2. θωπευτική προσφώνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἀμνάριον με επίδραση του μάννα.