μανάρι

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502

Greek Monolingual

το
1. σιτευτό αρνί που τρέφεται στο σπίτι και προορίζεται για σφαγή, θρεφτάρι
2. θωπευτική προσφώνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἀμνάριον με επίδραση του μάννα.