ψυχοστόλος
English (LSJ)
ψυχοστόλον, escorting souls, of Hermes, Tryph.572.
German (Pape)
[Seite 1404] die Seele schickend, geleitend; Tryphiod. 570; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχοστόλος: -ον, ὁ συνοδεύων ψυχάς, ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Τρυφιόδ. (γράφε Τριφ-) 572, πρβλ. ψυχοπομπός. ΙΙ. ὁ ἀνακαλῶν τὰς ψυχὰς τῶν νεκρῶν, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰωάν. 12, 77.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που ανακαλεί τις ψυχές τών νεκρών («Λάζαρον ἔκτοθι τύμβου Ἰησοῦς ἐκάλεσε, τεταρταῖον δὲ θανόντα ἐκ νεκύων ἤγειρε, χέων ψυχοστόλον ἠχώ», Νόνν.)
αρχ.
(το αρσ. ως προσωνυμία του Ερμού) ὁ ψυχοστόλος
αυτός που συνοδεύει τις ψυχές, ψυχοπομπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -στόλος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. νυμφοστόλος.