-ές, Α(για έλκος) αυτός που επουλώθηκε γρηγορότερα από το κανονικό και όχι πλήρως.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -αλθής (< ἄλθος «θεραπεία, φάρμακο»), πρβλ. πολυαλθής).