Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ωμοτριβής
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ (ιδίως για λάδι) αυτός που προέρχεται από την έκθλιψη άγουρων ελιών («ἀλείφειν τὴν κεφαλὴν ὠμοτριβὲς ἔλαιον», Θεοφάν. Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ.<ὠμός+ -τριβής (<τριβή), πρβλ. νεοτριβής].