ωτογλυφίδα

Greek Monolingual

η / ὠτογλυφίς, -ίδος, ΝΜΑ
λεπτή και μικρή γλυφίδα για τον καθαρισμό τών αφτιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, ὠτός «αφτί» + γλυφίς, -ίδος (πρβλ. οδοντογλυφίδα)].