восхождение
Russian > Greek
ἀναφορά, προσανάβασις, προσάμβασις, ἀνάβασις, ἄμβασις, συναιώρησις, ὕψωμα, φάσις, ἄνοδος, ἀναβολή, ἀμβολή, ἀμβολά, ἐπαναφορά, ὑπερβολή, ἐπίβασις
ἀναφορά, προσανάβασις, προσάμβασις, ἀνάβασις, ἄμβασις, συναιώρησις, ὕψωμα, φάσις, ἄνοδος, ἀναβολή, ἀμβολή, ἀμβολά, ἐπαναφορά, ὑπερβολή, ἐπίβασις