дерзновенный
Russian > Greek
ὑπέροπλος, λεωργός, ὑπέρκοπος, ὀβριμοεργός, δραστήριος, φιλοκίνδυνος, ταλαίφρων, ἀκορής, τολμητής, ὑπέρθυμος, μάταιος, θρασυκάρδιος, ἰταμός, θερμός, τλήμων, τλάμων, νεανικός
ὑπέροπλος, λεωργός, ὑπέρκοπος, ὀβριμοεργός, δραστήριος, φιλοκίνδυνος, ταλαίφρων, ἀκορής, τολμητής, ὑπέρθυμος, μάταιος, θρασυκάρδιος, ἰταμός, θερμός, τλήμων, τλάμων, νεανικός