λεωργός

From LSJ

ὁποία δ' ἦν αὕτηπαίδευσις δύναταί τις γιγνώσκειν διάλογόν τινα τοῦ Πλάτωνος σκοπῶν → It's possible to find out what kind of education that was by examining one of Plato's dialogues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεωργός Medium diacritics: λεωργός Low diacritics: λεωργός Capitals: ΛΕΩΡΓΟΣ
Transliteration A: leōrgós Transliteration B: leōrgos Transliteration C: leorgos Beta Code: lewrgo/s

English (LSJ)

λεωργόν, (Adv. λέως, ἔργον) one who will do anything (cf. ῥᾳδιουργός, πανοῦργος), villainous, A.Pr.5; of actions, λεωργὰ κἀθέμιστα (fort. καὶ θεμιστά) Archil.88.3: Sup. λεωργότατος X.Mem.1.3.9, Ael.NA 16.5; cf. λεουργός, λιτουργός.

German (Pape)

[Seite 37] dem Volke was anthuend, oder das Volk machend, so heißt Prometheus bei Aesch. Prom. 4, oder besser, wie es bei Sp. gebraucht wird, = πανοῦργος (von λέως), der Alles thut, keinen Frevel scheu't, Bösewicht; Xen. vrbdt Mem. 1, 3, 9 θερμουργότατος u. λεωργότατος, wie ἐκδικώτατοι καὶ λεωργότατοι, Ael. H. A. 16, 5; – Archil. 6 sagt auch von den Taten der Menschen λεωργὰ κἀθέμιστα; – Poll. 3, 134 führt die Form λεουργός aus Xen. an u. nennt das W. φορτικόν; λαοργός, ἀνόσιος, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
scélérat, criminel ; audacieux, téméraire.
Étymologie: DELG λεῖος, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

λεωργός: λάω II] готовый на все, дерзновенный (sc. Προμηθεύς Aesch.; ἄνθρωπος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

λεωργός: -όν, (ἐπίρρ. λέως, *ἔργω) ὁ ἕτοιμος νὰ πράξῃ τὰ πάντα, ὡς τὸ ῥᾳδιουργός, πανοῦργος, θρασύς, κακός, Αἰσχύλ. Πρ. 5· ἐπὶ πράξεων, λεωργὰ καὶ θεμιτά, ἔργα βίαια καὶ νόμιμα, Ἀρχίλ. 88· λεωργότατος Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9, Αἰλ. π. Ζ. 16. 5· - πρβλ. λεουργός, λιτουργός.

Greek Monolingual

λεωργός και λεουργός, -όν (Α)
1. ο ικανός να κάνει τα πάντα, πανούργος
2. (για πράξεις) βίαιος («λεωργὰ κἀθέμιστα», Αρχιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος (βλ. λεωκόνητος) + -ουργός (< ἔργον)].

Greek Monotonic

λεωργός: -όν (επίρρ. λέως, *ἔργω), αυτός που είναι έτοιμος να κάνει τα πάντα, δηλ. θρασύς, κακός, κατεργάρης, πανούργος, ραδιούργος, σε Αισχύλ.· λεωργότατος, σε Ξεν.

Frisk Etymological English

Meaning: villain(ous), λέως (λείως) completely
See also: s. λεῖος.

Middle Liddell

λε-ωργός, όν [adv. λέως, *ἔργω
one who will do anything, i. e. audacious, villainous, a knave, Aesch.; λεωργότατος Xen.

Frisk Etymology German

λεωργός: {leōrgós}
Forms: λέως (λείως) vollständig, ganz und gar
Meaning: frevelhaft, Frevler,
See also: s. λεῖος.
Page 2,113