длительный
Russian > Greek
ἐπίμονος, πολυχρόνιος, ἐπιχρόνιος, παραμόνιμος, παρμόνιμος, παρατατικός, διαρκής, συχνός, κατάμονος, διατελής, χρόνιος
ἐπίμονος, πολυχρόνιος, ἐπιχρόνιος, παραμόνιμος, παρμόνιμος, παρατατικός, διαρκής, συχνός, κατάμονος, διατελής, χρόνιος