παρατατικός
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
παρατατική, παρατατικόν, extending, continuing: χρόνος παρατατικός the imperfect, A.D.Synt.10.19, al.; π. διάθεσις, προφορά, ib.70.8, 262.16; incomplete, opp. συντελεστικός, S.E.M.10.91: so in Adv. παρατατικῶς, opp. συντελεστικῶς, Diod. ap. S.E.M.10.101.
German (Pape)
[Seite 502] ή, όν, ausspannend, ausdehnend, Sp.; sich daneben erstreckend, χρόνος, tempus imperfectum, Gramm.; – auch adv., S. Emp. adv. phys. 2, 101.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui marque la durée ; t. de gramm. ὁ παρατατικός (χρόνος) l'imparfait.
Étymologie: παρατείνω.
Russian (Dvoretsky)
παρατᾰτικός: грам. длительный: π. χρόνος Sext. длительное прошедшее время, имперфект.
Greek (Liddell-Scott)
παρατᾰτικός: -ή, -όν, ὁ παρατεινόμενος· χρόνος παρατατικός, ὁ ἐμφαίνων παράτασιν ἐν τῷ παρελθόντι (ὅρα παράτασις ΙΙ), Σέξτ. Ἐμπ. 10, 91 κέξ, Ἀπολλώνιος π. Συντάξ. 16 καὶ 209, κτλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐπί τινα χρόνον, Πανδέκτ. - Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 451 κἑξ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παρατατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ παρατείνω
1. αυτός που παρατείνει, που επιφέρει παράταση ή αυτός που παρατείνεται, που συνεχίζεται
2. το αρσ. ως ουσ. ο παρατατικός
γραμμ. παράγωγος από το θέμα του ενεστώτα χρόνος του ρήματος, ο οποίος ως προς την ποιότητα της ενέργειας σημαίνει πράξη συνεχιζόμενη, παρατεινόμενη, και ως προς την χρονική βαθμίδα τοποθετεί την πράξη στο παρελθόν
αρχ.
ο μη πλήρης.
επίρρ...
παρατατικῶς ΜΑ
1. κατά παράταση, παρατεταμένα
2. για λίγο χρόνο
3. κατά τρόπο παρατατικό, συνεχιζόμενο, μη πλήρη.