παρατατικός

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατᾰτικός Medium diacritics: παρατατικός Low diacritics: παρατατικός Capitals: ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paratatikós Transliteration B: paratatikos Transliteration C: paratatikos Beta Code: paratatiko/s

English (LSJ)

παρατατική, παρατατικόν, extending, continuing: χρόνος παρατατικός the imperfect, A.D.Synt.10.19, al.; π. διάθεσις, προφορά, ib.70.8, 262.16; incomplete, opp. συντελεστικός, S.E.M.10.91: so in Adv. παρατατικῶς, opp. συντελεστικῶς, Diod. ap. S.E.M.10.101.

German (Pape)

[Seite 502] ή, όν, ausspannend, ausdehnend, Sp.; sich daneben erstreckend, χρόνος, tempus imperfectum, Gramm.; – auch adv., S. Emp. adv. phys. 2, 101.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui marque la durée ; t. de gramm.παρατατικός (χρόνος) l'imparfait.
Étymologie: παρατείνω.

Russian (Dvoretsky)

παρατᾰτικός: грам. длительный: π. χρόνος Sext. длительное прошедшее время, имперфект.

Greek (Liddell-Scott)

παρατᾰτικός: -ή, -όν, ὁ παρατεινόμενος· χρόνος παρατατικός, ὁ ἐμφαίνων παράτασιν ἐν τῷ παρελθόντι (ὅρα παράτασις ΙΙ), Σέξτ. Ἐμπ. 10, 91 κέξ, Ἀπολλώνιος π. Συντάξ. 16 καὶ 209, κτλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐπί τινα χρόνον, Πανδέκτ. - Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 451 κἑξ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρατατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ παρατείνω
1. αυτός που παρατείνει, που επιφέρει παράταση ή αυτός που παρατείνεται, που συνεχίζεται
2. το αρσ. ως ουσ. ο παρατατικός
γραμμ. παράγωγος από το θέμα του ενεστώτα χρόνος του ρήματος, ο οποίος ως προς την ποιότητα της ενέργειας σημαίνει πράξη συνεχιζόμενη, παρατεινόμενη, και ως προς την χρονική βαθμίδα τοποθετεί την πράξη στο παρελθόν
αρχ.
ο μη πλήρης.
επίρρ...
παρατατικῶς ΜΑ
1. κατά παράταση, παρατεταμένα
2. για λίγο χρόνο
3. κατά τρόπο παρατατικό, συνεχιζόμενο, μη πλήρη.