παρατατικός

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρατᾰτικός Medium diacritics: παρατατικός Low diacritics: παρατατικός Capitals: ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paratatikós Transliteration B: paratatikos Transliteration C: paratatikos Beta Code: paratatiko/s

English (LSJ)

παρατατική, παρατατικόν, extending, continuing: χρόνος παρατατικός the imperfect, A.D.Synt.10.19, al.; π. διάθεσις, προφορά, ib.70.8, 262.16; incomplete, opp. συντελεστικός, S.E.M.10.91: so in Adv. παρατατικῶς, opp. συντελεστικῶς, Diod. ap. S.E.M.10.101.

German (Pape)

[Seite 502] ή, όν, ausspannend, ausdehnend, Sp.; sich daneben erstreckend, χρόνος, tempus imperfectum, Gramm.; – auch adv., S. Emp. adv. phys. 2, 101.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui marque la durée ; t. de gramm.παρατατικός (χρόνος) l'imparfait.
Étymologie: παρατείνω.

Russian (Dvoretsky)

παρατᾰτικός: грам. длительный: π. χρόνος Sext. длительное прошедшее время, имперфект.

Greek (Liddell-Scott)

παρατᾰτικός: -ή, -όν, ὁ παρατεινόμενος· χρόνος παρατατικός, ὁ ἐμφαίνων παράτασιν ἐν τῷ παρελθόντι (ὅρα παράτασις ΙΙ), Σέξτ. Ἐμπ. 10, 91 κέξ, Ἀπολλώνιος π. Συντάξ. 16 καὶ 209, κτλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐπί τινα χρόνον, Πανδέκτ. - Ἴδε Κόντου Σχόλια ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 451 κἑξ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρατατικός, -ή, -όν, ΝΜΑ παρατείνω
1. αυτός που παρατείνει, που επιφέρει παράταση ή αυτός που παρατείνεται, που συνεχίζεται
2. το αρσ. ως ουσ. ο παρατατικός
γραμμ. παράγωγος από το θέμα του ενεστώτα χρόνος του ρήματος, ο οποίος ως προς την ποιότητα της ενέργειας σημαίνει πράξη συνεχιζόμενη, παρατεινόμενη, και ως προς την χρονική βαθμίδα τοποθετεί την πράξη στο παρελθόν
αρχ.
ο μη πλήρης.
επίρρ...
παρατατικῶς ΜΑ
1. κατά παράταση, παρατεταμένα
2. για λίγο χρόνο
3. κατά τρόπο παρατατικό, συνεχιζόμενο, μη πλήρη.