общественный
Russian > Greek
ἐξωτερικός, πολιτικός, εὐρυάγυια, προσομιλητικός, δημόσιος, δήμιος, δάμιος, δαμόσιος, ἐπίξυνος, δημότερος, κοινωνικός, ἀστυνόμος, δημοτελής, πολισσονόμος, κοινός
ἐξωτερικός, πολιτικός, εὐρυάγυια, προσομιλητικός, δημόσιος, δήμιος, δάμιος, δαμόσιος, ἐπίξυνος, δημότερος, κοινωνικός, ἀστυνόμος, δημοτελής, πολισσονόμος, κοινός