присутствовать
Russian > Greek
ἀντιάζω, παρουσιάζομαι, ἐπιπάρειμι, ἀντιβολέω, ἐπιδημέω, παραγίγνομαι, παραγίνομαι, συμπάρειμι, πάρειμι, παρατυγχάνω
ἀντιάζω, παρουσιάζομαι, ἐπιπάρειμι, ἀντιβολέω, ἐπιδημέω, παραγίγνομαι, παραγίνομαι, συμπάρειμι, πάρειμι, παρατυγχάνω