παραγίνομαι
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
Ionic and later Gr. for παραγίγνομαι.
French (Bailly abrégé)
ion. ou anc. att. c. παραγίγνομαι.
English (Strong)
from παρά and γίνομαι; to become near, i.e. approach (have arrived); by implication, to appear publicly: come, go, be present.
English (Thayer)
imperfect 3rd person plural παρεγίνοντο (παρεγενόμην; from Homer down; the Sept. for בּוא; (properly, to become near, to place oneself by the side of, hence) to be present, to come near, approach: absolutely, R G Tr marginal reading brackets), ἀπό with the genitive of place and εἰς with the accusative of place, ἀπό with the genitive of place and ἐπί with accusative of place and πρός with the accusative of person παρά with the genitive of person (i. e. sent by one (cf. Winer's Grammar, 365 (342))), πρός τινα, πρός τινα ἐκ with the genitive of place, εἰς with the accusative of place, ἐν); ἐπί τινα (against, see ἐπί, C. I:2g. γ. ββ.), Tdf. πρός). equivalent to to come forth, make one's public appearance, of teachers: of the Messiah, absolutely, R. V. "to take one's part]"], with a dative of the person L T Tr WH. (Compare: συμπαραγίνομαι.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ και παραγίγνομαι ΜΑ
νεοελλ.
1. γίνομαι σε υπερβολικό βαθμό, αποκτώ ιδιότητα πέρα από το κανονικό («παράγινε χοντρός και αρρώστησε η καρδιά του»
2. αποκτώ συνήθεια πέρα από το ανεκτό όριο, ξεπερνώ τα όρια, υπερβαίνω τα εσκαμμένα («παράγινε γκρινιάρης τελευταία»)
3. (ειδικά για καρπούς) παραωριμάζω, υπερωριμάζω («τα σύκα παράγιναν και πέφτουν»)
4. φρ. α) «παράγινε το κακό» — η κατάσταση ξεπέρασε κάθε όριο
β) «παράγινες πια» — έγινες ανυπόφορος
μσν.-αρχ.
φθάνω, έρχομαι, καταφθάνω («παραγίνεται Ιούδας», ΚΔ)
αρχ.
1. είμαι παρών, παρευρίσκομαι («καί σφιν παρεγίγνετο δαιτί» — παρευρισκόταν στο συμπόσιο τους, Ομ. Οδ.)
2. είμαι κοντά σε κάποιον («καὶ Σοφοκλεῖ ποτέ... παρεγενόμην ἐρωτωμένῳ ὑπό τινος», Πλάτ.)
3. συμπαραστέκομαι, έρχομαι σε βοήθεια («ᾧδ' ἐθέλει μεγάλως παραγίγνεται ἠδ' ονίνησιν», Ησίοδ.)
4. υποστηρίζω κάποιον σε κάτι («μάχῃ τε... παραγενόμεθα ὑμῖν και Παυσανίᾳ», Θουκ.)
5. (για πράγμα) προσέρχομαι σε κάτι ή σε κάποιον, προστίθεμαι σε κάτι («κατὰ γῆν δὲ πόλεμος, ὅθεν τισί καὶ δύναμις παρεγένετο», Θουκ.)
6. παρουσιάζομαι («εὐτυχίας ἤ νῦν ἡμῖν παραγεγένηται», Ξεν.)
7. (για κέρατα ζώων) αναπτύσσομαι πλήρως, φθάνω σε πλήρη ανάπτυξη
8. προσφεύγω σε κάτι («παραγίγνομαι ἐπὶ τροφὴν καὶ πόμα», Γαλ.)
9. (για καρπούς) ωριμάζω, φθάνω σε πλήρη ωρίμαση
10. φρ. α) «παραγίγνομαι ἐπὶ τινα» — έρχομαι εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι σε κάποιον
β) «παραγίγνομαι εἴς τι» — φθάνω ώς ένα σημείο
γ) «παραγίγνομαι ἀπό τινος» — κατάγομαι από κάποιον.
Chinese
原文音譯:parag⋯nomai 爬拉-居挪買
詞類次數:動詞(37)
原文字根:在旁-成為 相當於: (בֹּוא / לָבֹא)
字義溯源:靠近,來,到,來到,上來,回,回來,去,在場,出現,出來,出去,待命;由(παρά)*=旁,出於)與(γίνομαι)*=成為)組成。參讀 (ἀντιλαμβάνω) (διαπορεύομαι) (ἐγγίζω)同義字
出現次數:總共(36);太(3);可(1);路(8);約(2);徒(20);林前(1);來(1)
譯字彙編:
1) 來(9) 太2:1; 太3:13; 路7:4; 路8:19; 路11:6; 路22:52; 徒5:25; 徒13:14; 徒28:21;
2) 到了(5) 徒5:22; 徒9:39; 徒11:23; 徒17:10; 徒18:27;
3) 來到(3) 可14:43; 徒23:35; 徒24:24;
4) 他們來(2) 徒15:4; 徒20:18;
5) 來了(2) 徒5:21; 徒10:33;
6) 在場(1) 徒21:18;
7) 就來到(1) 徒23:16;
8) 既來了(1) 徒25:7;
9) 他們⋯去(1) 約3:23;
10) 已經來到(1) 來9:11;
11) 我來到了(1) 林前16:3;
12) 我上來(1) 徒24:17;
13) 他來(1) 徒9:26;
14) 我來(1) 路12:51;
15) 既來(1) 路7:20;
16) 回來(1) 路14:21;
17) 上來(1) 路19:16;
18) 出來(1) 太3:1;
19) 回(1) 約8:2;
20) 已到了(1) 徒14:27