просто
Russian > Greek
ἀπερίσσως, ἀπερίττως, ἀκατασκεύως, ἀνεπιτηδεύτως, ἀτέχνως, ψιλῶς, φαύλως, εὐκόλως, στρογγύλως, ἀπεριέργως, ἀφελῶς, ἰδιωτικῶς, ἁπλῶς, λιτῶς, ἀθρύπτως
ἀπερίσσως, ἀπερίττως, ἀκατασκεύως, ἀνεπιτηδεύτως, ἀτέχνως, ψιλῶς, φαύλως, εὐκόλως, στρογγύλως, ἀπεριέργως, ἀφελῶς, ἰδιωτικῶς, ἁπλῶς, λιτῶς, ἀθρύπτως