στρογγύλως
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
Greek Monolingual
ΜΑ
επίρρ. βλ. στρογγυλός.
Russian (Dvoretsky)
στρογγύλως: (ῠ)
1 округленно, сжато (προστιθέναι τι Arst.);
2 воздержно, скромно, просто (βιοῦν Plut.).
ΜΑ
επίρρ. βλ. στρογγυλός.
στρογγύλως: (ῠ)
1 округленно, сжато (προστιθέναι τι Arst.);
2 воздержно, скромно, просто (βιοῦν Plut.).