стройный
Russian > Greek
λαγαρός, σύναυλος, γυμνάς, σύντονος, σύγκωλος, εὔμουσος, συνῳδός, ὁμονοητικός, εὐφυής, ὑψαύχην, εὐκτέανος, εὐάχητος, εὔρυθμος, εὐάρμοστος, σύμφθογγος, ἐναρμόνιος, προσῳδός, ἰσχνόπορος, ἐμμελής, ῥαδινός, βραδινός
λαγαρός, σύναυλος, γυμνάς, σύντονος, σύγκωλος, εὔμουσος, συνῳδός, ὁμονοητικός, εὐφυής, ὑψαύχην, εὐκτέανος, εὐάχητος, εὔρυθμος, εὐάρμοστος, σύμφθογγος, ἐναρμόνιος, προσῳδός, ἰσχνόπορος, ἐμμελής, ῥαδινός, βραδινός