тройной
Russian > Greek
τρίπαλτος, τριέλικτος, τρίχαλος, τρίκλωστος, τριπλόος, τριπλοῦς, τρίμοιρος, τρίπλαξ, τρίπτυχος, τριφάσιος, τρίδυμος, τρίσπονδος, τρισσός, τριχθάδιος, τριπλάσιος
τρίπαλτος, τριέλικτος, τρίχαλος, τρίκλωστος, τριπλόος, τριπλοῦς, τρίμοιρος, τρίπλαξ, τρίπτυχος, τριφάσιος, τρίδυμος, τρίσπονδος, τρισσός, τριχθάδιος, τριπλάσιος