τρίχαλος

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐ́χᾱλος Medium diacritics: τρίχαλος Low diacritics: τρίχαλος Capitals: ΤΡΙΧΑΛΟΣ
Transliteration A: tríchalos Transliteration B: trichalos Transliteration C: trichalos Beta Code: tri/xalos

English (LSJ)

τρίχαλον, Dor. for τρίχηλος (cf. τριχήν), cloven in three, κῦμα τρίχαλον = τρικυμία, A. Th.760 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1149] dor. statt τρίχηλος, dreifach gespalten, aus einander klaffend, κῦμα Aesch. Spt. 742.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fendu en trois ; triple.
Étymologie: τρεῖς, χηλή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίχᾱλος -ον [τρι-, χηλή] Dor. met drie klauwen, overdr.: κῦμα... τρίχαλον een gold met drie klauwen (vloedgolf) Aeschl. Sept. 760.

Russian (Dvoretsky)

τρίχᾱλος: (ῐ) χηλή разделенный натрое, тройной (κῦμα Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) αυτός που έχει τρεις κορυφές («κῡμα τρίχαλον» — η τρικυμία, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χαλος, δωρ. τ. του -χηλός (< χηλή /χαλά «νύχι, προεξοχή»), πρβλ. δί-χηλος / δί-χαλος].

Greek Monotonic

τρίχᾱλος: -ον, Δωρ. αντί τρίχηλος, (χηλή) σκισμένος στα τρία, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίχᾱλος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τρίχηλος, κῦμα τρ. = τρικυμία, Αἰσχύλ. Θήβ. 760.

Middle Liddell

τρί-χᾱλος, ον, [doric for τρίχηλος] χηλή
cloven in three, Aesch.