τριχθάδιος
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, threefold, Aesar. ap. Stob. 1.49.27, AP5.243 (Paul. Sil.), 259 (Id.), 9.482.23 (Agath.).
German (Pape)
dreifach, dreiteilig, Agath. 72 (IX.482).
Russian (Dvoretsky)
τριχθάδιος: (ᾰ) троякий, тройственный, тройной (μορφή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τριχθάδιος: [ᾰ], -α, -ον, τριπλοῦς, Ἀνθ. Παλατ. 5. 244, 260., 9. 482.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
τριπλός, τριμερής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριχθά + επίθημα -άδιος (πρβλ. διχθάδιος, κατοικάδιος)].