упрямый
Russian > Greek
ἄστομος, περισκελής, σκληροτράχηλος, δυσπαράβουλος, καρτερόθυμος, αὐτόνοος, αὐτόνους, δύστροπος, ἀντίτυπος, ἀγνώμων
ἄστομος, περισκελής, σκληροτράχηλος, δυσπαράβουλος, καρτερόθυμος, αὐτόνοος, αὐτόνους, δύστροπος, ἀντίτυπος, ἀγνώμων