ἀγαπητέος

English (LSJ)

α, ον, to be loved, desired, Pl.R. 358a.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser amado δι' αὑτὸ καὶ διὰ τὰ γιγνόμενα ἀπ' αὐτοῦ ἀγαπητέον (lo bueno y bello), Pl.R.358a.

German (Pape)

[Seite 9] adj. verb. zu ἀγαπάω, Plat.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. d'ἀγαπάω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαπητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ἄξιος ἀγάπης, ὃν πρέπει νὰ ἀγαπήσῃ τις, Πλάτ. Πολ. 358Α.

Greek Monotonic

ἀγαπητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του ἀγαπάω, αυτός που πρέπει να γίνει αγαπητός, σε Ομήρ. Ιλ.· ποθητός, σε Πλάτ.

Middle Liddell

verb. adj. of ἀγαπάω
to be loved, desired, Plat.