ἀγρειοσύνη

English (LSJ)

ἡ, clownishness: or a rude, vagrant life, AP6.51.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ rusticidad, AP 6.51.

German (Pape)

[Seite 22] ἡ, Ep. ad. 174 (VI, 51), ländliche Lebensweise, oder besser wilde Raserei des Cybelepriesters.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
rusticité, sauvagerie.
Étymologie: ἀγρεῖος.

Russian (Dvoretsky)

ἀγρειοσύνη:дикость, грубость Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρειοσύνη: ἡ ἀγροικία, σκαιότης· ἤ, = βίος τραχὺς πλανητικός, Ἀνθ. Π. 6. 51. πρβλ. Ἰακωψίου Δελφ. Ἐπιγρ. 1. 6.

Greek Monotonic

ἀγρειοσύνη: ἡ (ἀγρεῖος), αγένεια, γελοιότητα, άξεστη ή τραχιά ζωή, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἀγρεῖος
clownishness, a rude, vagrant life, Anth.